- ζυγοτράχηλον
- ζῠγο-τράχηλον [ᾰ], τό,A neck-piece of yoke, PLond.3.1177.190 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζυγοτράχηλον — ζυγοτράχηλον, το (Α) πάπ. το τμήμα τού ζυγού πάνω στον τράχηλο τού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + τράχηλος] … Dictionary of Greek